- δεχόμενος
- δέχομαιtakepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
CELLA Unctuaria — similiter in Balneis olim fuit, Unctuarium Plinio, l. 5. Ep. 6. Α᾿λειπτήριος οἶκος Luciano, quam, statim post Tepidariam, a dextris collocatam, sic describit: Μεθ᾿ ὃν οἶκος εὖ μάλα φαιδρὸς, ἀλείψαςθαι προσηνῶς παρεχόμενος, ἑκαθέρωθεν εἰςήδους… … Hofmann J. Lexicon universale
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
επιβόησις — ἐπιβόησις, η (AM) [επιβοώ] κατακραυγή, αποδοκιμασία αρχ. 1. επευφημία («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», Πλούτ.) 2. αλαλαγμός … Dictionary of Greek
ημιάρειος — ἡμιάρειος, ὁ (Α) ημιαρειανός, ο δεχόμενος ελαφρώς παραλλαγμένες τις αιρετικές δοξασίες τού Αρείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Άρειος] … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Βιστούλας — (πολων. Wisa, γερμ. Weichsel). Ποταμός (1.387 χλμ.) της Πολωνίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα (κόλπος του Ντάντσιχ). Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πολωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους της κεντρικής Ευρώπης. Πηγάζει… … Dictionary of Greek